- συνταυτισμός
- ο, Νσυνταύτιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνταυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Παπαδόπουλο Κεραμέα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταύτωμα — ώματος, τὸ, Α [ταὐτῶ] ο συνταυτισμός μιας ουσίας … Dictionary of Greek
συνταύτιση — συνταύτιση, η και συνταυτισμός, ο το να γίνεται κάτι ένα και το αυτό με κάτι άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)